- τραύματ'
- τραύματα , τραῦμαwoundneut nom/voc/acc plτραύματι , τραῦμαwoundneut dat sgτραύματε , τραῦμαwoundneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
κομματίας — κομματίας, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα ίας (πρβλ. δογματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
ορμητίας — ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ) 1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός 2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
ορμητιαίος — ὁρμητιαῑος, αία, ον (Α) πλήρης ορμής, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τραυματ ιαίος] … Dictionary of Greek
πλασματίας — ὁ, Α 1. πλαστός, ψεύτικος 2. αυτός που είναι επιρρεπής στις επινοήσεις και στα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
πραγματίας — ὁ, Α 1. κοπιαστικός, κουραστικός 2. φρ. «λόγος πραγματίας» λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
σοφισματίας — ὁ, Μ επιτήδειος σοφιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόφισμα, ίσματος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και … Dictionary of Greek
υποζωματίας — ο, Μ (για τις εγκεφαλικές μεμβράνες) αυτός που βρίσκεται στο υπόζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόζωμα, ὑποζώματος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek